- στρατιωτικό
- τοστρατιωτική θητεία: Μετά το στρατιωτικό θα αρραβωνιαστεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Αεροδικείο — Στρατιωτικό δικαστήριο που εκδικάζει τα κακουργήματα και πλημμελήματα όσων ανήκουν στις αεροπορικές ένοπλες δυνάμεις. Έδρα του είναι η Αθήνα και η δικαιοδοσία του εκτείνεται σε όλη την επικράτεια. Τo α. εκδικάζει πάντοτε αξιόποινες πράξεις και… … Dictionary of Greek
Τευτονικό τάγμα — Στρατιωτικό και θρησκευτικό τάγμα ιπποτών, που ιδρύθηκε στους Aγίους Τόπους από Γερμανούς προσκυνητές εγκατεστημένους στην Ιερουσαλήμ. Αρχικά ήταν φιλανθρωπικό τάγμα, που ιδρύθηκε από εμπόρους (1190), αργότερα όμως μετατράπηκε σε στρατιωτικό από… … Dictionary of Greek
αρμ — στρατιωτικό παράγγελμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (γαλλ. φρ.) [presentez] armes «παρουσιάστε (τα όπλα)»] … Dictionary of Greek
ζουάβοι — Στρατιωτικό σώμα, το οποίο είχε αρχικά στρατολογηθεί στην Καβυλία –ορεινή περιοχή μεταξύ της Αλγερίας και της Τυνησίας– που σχεδόν για 130 χρόνια προσέφερε τις υπηρεσίες του στη Γαλλία. Οι πρώτοι ζ. στρατολογήθηκαν το 1830, όταν άρχισε η… … Dictionary of Greek
οπισθοφυλακή — Στρατιωτικό τμήμα ασφάλειας κατά τις μετακινήσεις που έχει σαν αποστολή να προστατεύει τα στρατεύματα που υποχωρούν ή που πορεύονται από το μέτωπο προς τα μετόπισθεν. Βασικός προορισμός της ο. είναι: να συγκρατεί τον εχθρό, που επιτίθεται, σε… … Dictionary of Greek
οπτιμάτοι — Στρατιωτικό σώμα του βυζαντινού στρατού, που συγκροτήθηκε τον 4o αι. και πήρε την ονομασία του από τη λατινική λέξη optimates (= άριστοι). Αρχικά αριθμούσε 10.000 άντρες, έπειτα όμως η δύναμη του μειώθηκε, μέχρι που διαλύθηκε τελείως. Το σώμα… … Dictionary of Greek
κώθων — Στρατιωτικό ποτήρι από άργιλο μετρίου μεγέθους, κατά την αρχαιότητα. Όσα ήταν κατασκευασμένα από μέταλλο χρησίμευαν ως αφιερώματα στους ναούς. Οι κ. τους οποίους χρησιμοποιούσαν στον στρατό είχαν το θολό κίτρινο χρώμα που είχε και το νερό που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek